ἀρχαίαις

ἀρχαίαις
ἀρχαί̱αις , ἀρχαῖος
from the beginning
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαυλοδρομώ — διαυλοδρομῶ ( έω) (Α) 1. τρέχω τον δίαυλο, αγωνίζομαι στο αγώνισμα του διαύλου 2. ξαναγυρίζω στο σημείο εκκινήσεως, στην αφετηρία 3. επανέρχομαι, ανατρέχω νοερὰ («πάντων ἐπὶ ταῑς ἀρχαίαις διαυλοδρομούντων... εὺπραγίαις», Φίλων ο Ιουδαίος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”